Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Το σπίτι του Αλέξανδρου Κασσανδρινού είναι γεμάτο τέχνη, χωρίς καμία αντίκα, με έπιπλα περισσότερο βολικά παρά ντιζαϊνάτα και άπειρο φως — τόσο, που το καλοκαίρι στο καθιστικό χρειάζονται γυαλιά ηλίου για να καθίσει κανείς.
Ο Αλέξανδρος Κασσανδρινός κατάφερε να παντρέψει τη δικηγορία με την τέχνη. Ωστόσο το διαμέρισμά του στο Παγκράτι δεν μαρτυρά καμία από τις δυο του αγάπες. Είναι ένας ελεύθερος και ουδέτερος χώρος όπου μπορεί να αναπνέει και να γεμίζει τις μπαταρίες του, δεν έχει τίποτα περιττό. Ένα σπίτι σωστά ζυγισμένο, που λούζεται στο φως. Η πολυκατοικία είναι του’70 και το διαμέρισμα νομίζεις ότι ξεπήδησε από ταινία εκείνης της δεκαετίας, ότι από κάπου θα φανεί ο Κωνσταντάρας να κάνει την πρωινή του γυμναστική.
Μαύρο μάρμαρο και λιτές γραμμές που χάρη στον πρωτοποριακό αρχιτέκτονα Nίκο Ζουλαμόπουλο αντέχουν στον χρόνο. «Γιατί επέλεξες το Παγκράτι;» τον ρωτάω. «Δεν το αλλάζω με τίποτα το Παγκράτι», μου λέει με ζωντάνια. Εδώ αισθάνεται τον πραγματικό παλμό της πόλης και μου εξηγεί ότι στη δική του γεωγραφία το πραγματικό κέντρο ξεκινάει από το Παγκράτι και καταλήγει στην Κυψέλη, είναι σαν τα δυο νοητά άκρα του κέντρου. Αυτό που αγαπά στο Παγκράτι είναι η αίσθηση της συνοικίας, της γειτονιάς. Κατεβαίνει στο ψιλικατζίδικο που μοιάζει με παλιό μπακάλικο και αγοράζει τα πράγματα που του λείπουν. «Από την ώρα που θα βγω το πρωί απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας μέχρι να μπω στο αυτοκίνητο, έχω καλημερίσει τουλάχιστον πέντε-έξι ανθρώπους», λέει.
Το διαμέρισμα το βρήκε τυχαία από αγγελία και με το που άνοιξε η εξώπορτα και είδε αυτό το «ποιητικό» φως, προτού τσεκάρει τις λεπτομέρειες, είπε αυθόρμητα «το θέλω», πιστεύει άλλωστε πολύ στο ένστικτο της πρώτης εντύπωσης.
Το διαμέρισμα είχε ανακαινιστεί προτού το κατοικήσει, αλλά είχαν γίνει λίγες επεμβάσεις με σεβασμό στις αρχικές λιτές γραμμές του. Του λέω ότι μου αρέσει πολύ το μαύρο μάρμαρο στο πάτωμα αλλά και το σαλόνι, που είναι σαν να βουλιάζει και σου δημιουργεί την αίσθηση της αγκαλιάς. Παρατηρούμε ότι τα χωρίσματα της κουζίνας είναι σαν σύγχρονα αρχιτεκτονικά σχέδια.
«Είναι το μόνο σπίτι στο οποίο δεν χρειάστηκε να επέμβω καθόλου. Απλώς έβαλα τα έπιπλά μου και δεν άλλαξα τίποτα». Τα έπιπλα μού εξηγεί ότι ήρθαν και κούμπωσαν, σαν να ήταν σχεδιασμένα για εδώ. «Ακόμα και η βιβλιοθήκη χώρεσε ακριβώς τον αριθμό των βιβλίων που έφερα», λέει και μου δείχνει τη βιβλιοθήκη.
Για τον Αλέξανδρο η μεγαλύτερη αρετή του σπιτιού είναι αυτό το ακατέργαστο φως, σαν από κάπου να απαγγέλλει τον «Άξιον εστί» ο Ελύτης. «Το καλοκαίρι χρειάζεσαι γυαλιά ηλίου για να καθίσεις ακόμα και στο καθιστικό», μου εξηγεί με χαμόγελο. Τον ρωτάω τι είναι για εκείνον το σπίτι. Μου εξομολογείται ότι το συγκεκριμένο είναι το πρώτο σπίτι που νιώθει ότι το κατοικεί, ότι χαλαρώνει και γεμίζει τις εσωτερικές του μπαταρίες. Του λέω ότι τα σπίτια των δικηγόρων που έχω επισκεφτεί έχουν βαριά διακόσμηση, θυμίζουν τα γραφεία τους, έχουν κάτι το συντηρητικό. Συμφωνεί. «Ναι, κι εγώ τόσα χρόνια δεν έχω δει ούτε ένα σπίτι ή γραφείο δικηγόρου που να έχει κάτι το ελεύθερο, κάτι ντιζαϊνάτο, χρώμα». Μου εξηγεί ότι τους περισσότερους δικηγόρους τούς απορροφά πολύ η ενασχόληση με τα νομικά και μετά τις σπουδές δεν ανοίγονται σε άλλου είδους γνώσεις, τους τρώει το δικηγοριλίκι. Έτσι, μένουν στην αισθητική «Άρειος Πάγος»: κοστούμι, γραβάτα, Chesterfield καναπές.
ΠΗΓΗ: LIFO