H Eleanor Lines δεν είχε διανοηθεί ότι κάποιος μπορεί να έδειχνε ενδιαφέρον να εκδώσει τις πόρτες της σε βιβλίο, μέχρι που συνάντησε τους δημιουργούς του Hyper Hypo.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν εντύπωση στη Βρετανή εικαστικό και ερευνήτρια Eleanor Lines όταν πήγε να μείνει σε ένα διαμέρισμα γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Αγίας Ζώνης, συμμετέχοντας σε ένα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών του Snehta το 2016, ήταν μια όμορφη πόρτα στο διπλανό κτίριο σε στυλ art deco, η οποία της θύμισε τη δουλειά του Charles Rennie Macintosh, του Σκωτσέζου σχεδιαστή, με τη δουλειά του οποίου ήταν ερωτευμένη όταν ήταν 15. «Είχα εμμονή με τις σφυρήλατες σιδερένιες πόρτες του», μου είπε όταν τη συνάντησα πριν από λίγες μέρες στο Kypseli Print Studio, το στούντιο μεταξοτυπίας που έχει δημιουργήσει η ίδια στην οδό Σποράδων στην Κυψέλη – πλέον έχει εγκατασταθεί και ζει μόνιμα στην Αθήνα.
Της έκανε εντύπωση που, κινούμενη στην περιοχή, παρατηρούσε κι άλλες πολλές τέτοιες σιδερένιες, περίτεχνες πόρτες. «Βασικά, δεν περίμενα να βρω αυτό το είδος κληρονομιάς art deco εδώ γιατί, ξέρεις, κάποιος που μεγαλώνει στο Λονδίνο, όπως εγώ, όταν σκέφτεται την Αθήνα, σκέφτεται μόνο την αρχαία αρχιτεκτονική, όχι αυτό το είδος του κομψού μοντερνισμού, του bauhaus. Παρατηρώντας τες, μου έδιναν την αίσθηση μιας ξεθωριασμένης μεγαλοπρέπειας. Κάποιες ήταν λίγο διαλυμένες, άλλες είχαν πάνω τους γκράφιτι. Γενικώς, έδιναν την αίσθηση ότι η οικονομική κρίση τις είχε κάπως ρημάξει γιατί, τέλος πάντων, είχαν μείνει αφρόντιστες κι έτσι δεν είχε αναδειχθεί η ομορφιά τους, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι ή η Πράγα. Οπότε για όλους αυτούς τους λόγους ήταν μια απροσδόκητη ανακάλυψη για μένα.
Πάντα με ενδιέφεραν τα αρχιτεκτονικά μοτίβα, οι ρυθμοί και οι δομές, οπότε με τράβηξαν πολύ τα μοτίβα που είχαν αυτές οι πόρτες. Κάπως έτσι ξεκίνησα να τις φωτογραφίζω και να απομονώνω τα στοιχεία τους. Εννοείται ότι με ενδιέφερε πολύ και η αρχιτεκτονική των εσωτερικών χώρων – είχα πάθει μια εμμονή με τα μοτίβα των παρκέ δαπέδων», μου λέει και μου δείχνει μια εκτύπωση σε μεταξοτυπία που έχει φτιάξει και κατά κάποιον τρόπο «παίζει με τα σχήματα και τα μοτίβα των παρκέ».
Όταν το πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών του Snehta τέλειωσε, επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου συνειδητοποίησε ότι είχε πάθει έρωτα με την Αθήνα. Προσπαθούσε να σκεφτεί τρόπους για να επιστρέψει. Πέρασε ένα διάστημα που ερχόταν για λίγο και ξανάφευγε, μέχρι που σταδιακά μετακόμισε στη Κυψέλη.
«Και επειδή ζούσα εδώ και πάντα περπατούσα, φωτογράφιζα συνεχώς πόρτες και αυτές απλώς συσσωρεύονταν σε ένα αρχείο. Θα έλεγα πως κατά κάποιον τρόπο το πρότζεκτ με τις πόρτες της Κυψέλης εξελίχθηκε πολύ φυσικά, σχεδόν οργανικά».
Στην αρχή έκανε ένα μικρό zine με τις φωτογραφίες, αλλά πάντα είχε στο μυαλό της ότι ήθελε να κάνει ένα βιβλίο, μια και το να ανεβάζει απλώς τις φωτογραφίες της στον λογαριασμό της στο Instagram δεν της φαινόταν αρκετό.
Πριν από δύο χρόνια, καθώς προσπαθούσε να δει πώς θα έμοιαζε μια πόρτα αν τη μετέτρεπε σε γραμμικό σχέδιο στο πρόγραμμα Illustrator, έμεινε πραγματικά έκπληκτη από το αποτέλεσμα. «Ήταν μια αποκάλυψη και το ενδιαφέρον είναι ότι ταίριαζε κάπως και με την προσέγγισή μου στη τέχνη, καθώς δημιουργώ πολλά από τα μοτίβα μου στο Illustrator. Οπότε υπήρχε ήδη μια σχέση με αυτόν τον τρόπο εργασίας, αλλά ποτέ δεν είχα κυριολεκτικά αντιγράψει την πόρτα με αυτόν τον τρόπο. Ε, και το λάτρεψα!».
Κάπως έτσι πέρασε εκείνο το καλοκαίρι της, που είχε επιστρέψει για λίγο στο Λονδίνο και έμεινε με τη μητέρα της. «Επί έναν ολόκληρο μήνα περνούσα τις πόρτες από τις φωτογραφίες σε γραμμικό σχέδιο».
Της πήρε συνολικά δύο χρόνια να ολοκληρώσει το πρότζεκτ της. «Δεν είναι ότι σχεδίαζα επί δύο χρόνια ασταμάτητα τις πόρτες. Έκανα κι άλλα πράγματα παράλληλα, αλλά πέρασα περιόδους κατά τις οποίες επικεντρώθηκα πραγματικά σε αυτές. Και γινόμουν όλο και καλύτερη στο Illustrator γιατί μερικές φορές δεν ήξερα πραγματικά τι να κάνω. Μερικές πόρτες ήταν πολύ πιο περίπλοκες από άλλες και αισθανόμουν ότι έμπαινα κατά κάποιον τρόπο στη νοοτροπία του ατόμου που είχε φτιάξει την εκάστοτε πόρτα. Επειδή υπάρχει τόση συμμετρία ήταν σαν παζλ, σαν ψηφιδωτό, και έπρεπε να καταλάβω πώς να το συναρμολογήσω».
Κάποια στιγμή άρχισε να τυπώνει τις πόρτες σε καρτ ποστάλ και αφίσες στο εργαστήριο μεταξοτυπίας της και τις πουλούσε για να χρηματοδοτήσει κατά κάποιον τρόπο το πρότζεκτ της. Δεν είχε διανοηθεί ότι κάποιος μπορεί να έδειχνε ενδιαφέρον να εκδώσει τις πόρτες της σε βιβλίο, μέχρι που μια φίλη τής πρότεινε να μιλήσει με τα παιδιά του Hyper Hypo, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν κι έτσι αποφάσισαν από κοινού να προχωρήσουν στην έκδοση.
Στο βιβλίο «Πόρτες της Κυψέλης» υπάρχουν 100 σχέδια που αποτυπώνουν αυτές τις σιδερένιες πόρτες, σχεδιασμένες με ένα χρώμα που θυμίζει το μπλε Majorelle του Μαρόκου και το Yves Klein blue, κάπως σαν το χρώμα-σήμα κατατεθέν του ίδιου του Hyper Hypo που εκδίδει το βιβλίο. Τα σχέδια πλαισιώνονται από ένα εύστοχο δοκίμιο του πολιτιστικού αρθρογράφου και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου, το οποίο τιμά την ομορφιά αυτών των σιδερένιων αριστουργημάτων και εξετάζει την κοινωνική και ιστορική σημασία της αστικής ανάπτυξης της Αθήνας, αλλά και από ένα συγκινητικό κείμενο της καλλιτέχνιδας με το οποίο αποδίδεται η δική της οπτική. Το βιβλίο διαθέτει επίσης πλήρες ευρετήριο συνδεδεμένο με έναν χάρτη, ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να εντοπίσουν τις πόρτες και να τις δουν από κοντά.
ΠΗΓΗ: LIFO