Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν
Η Έλενα Σκουλά θα ήθελε να ταξιδεύει διαρκώς. Και να κουβαλάει αντικείμενα από όλα τα μέρη του κόσμου. Να γεμίζει και να αδειάζει σπίτια και πάλι από την αρχή.
Το σπίτι στο οποίο συναντώ την επί 25 χρόνια φίλη μου είναι το όγδοο στο οποίο μετακομίζει – και όχι το τελευταίο, όπως φαντάζομαι. Η πολυκατοικία της οδού Παρθενώνος είναι αρχοντική και η διπλή κλίμακα στην είσοδό της φανερώνει τη μεγάλη έκταση των ορόφων και την ιδιωτικότητα που επιδίωκαν οι αρχικοί κάτοικοί της.
Ο δεύτερος όροφος στον οποίο βρίσκεται το διαμέρισμα, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους, είναι στο ίδιο ύψος με τον τέταρτο στην άλλη πλευρά του δρόμου. Μια ανάσα από την Ακρόπολη με θέα προς του Φιλοπάππου, αρχοντικό και ψηλοτάβανο, ευρύχωρο και φωτεινό, τα 180 τετραγωνικά του διαμερίσματος έχουν προκύψει από την ένωση δυο διαμερισμάτων.
Ωστόσο ο κεντρικός ακαδημαϊκός σχεδιασμός δεν έχει αλλάξει, στην πλευρά που ενώθηκε υπάρχουν οι κρεβατοκάμαρες και οι βοηθητικοί χώροι που απομονώνονται από το υπόλοιπο σπίτι.
Η είσοδος στην οποία δεσπόζει μια φωτογραφία του Γιάννη Μπουρνιά πάνω από μια κινέζικη κομόντα σε προετοιμάζει για το ύφος του σπιτιού. Είναι πολύ ευρύχωρη, ολόκληρο δωμάτιο, και φιλοξενεί στους δυο απέναντι τοίχους βιβλιοθήκες γεμάτες μινιατούρες και μικροαντικείμενα, μολυβένια στρατιωτάκια, μικρές μαντόνες και μικρά κουτιά assemblage σε όλο τους το μεγαλείο.
Ενώ με υποδέχεται κρατώντας μια Παναγία Γουαδελούπη από την Αργεντινή, ένα χειροτέχνημα-αριστούργημα από το τελευταίο της ταξίδι, όταν τη ρωτήσεις τι θα έπαιρνε μαζί της αν υποχρεωνόταν να φύγει, απαντά «τίποτα».
Η μετακόμιση έχει μόλις τελειώσει και τα προσωρινά σε αυτό τον χώρο έπιπλα και αντικείμενα μοιάζουν να στέκουν εκεί πολύ καιρό. «Βολεύτηκαν», μου λέει και όταν τη ρωτάω πώς αντέχει ομολογεί ότι η μετακόμιση την κουράζει, αλλά την ανανεώνει. Ανανεώνει και τον τρόπο που μπαίνουν όλα τα αντικείμενα σε νέες θέσεις, αλλά και τον τρόπο που η ίδια βλέπει τα έργα τέχνης σε άλλους τοίχους κάθε φορά.
Το κομμάτι της αρχιτεκτονικής που γοητεύει την Έλενα όταν μπαίνει σε ένα νέο σπίτι είναι οι ενιαίοι χώροι. Το πρώτο που κάνει είναι να αλλάξει χρώμα στους τοίχους και, αν χρειαστεί, στα πατώματα. Εδώ κυριαρχεί το ξύλινο, παλιό και καλογυαλισμένο πάτωμα σε όλους τους χώρους, με παλιά και καινούργια περσικά και αφγανικά χαλιά.
Σε αυτό το σπίτι υπάρχουν δυο σαλόνια, χαλαροί χώροι, κάζουαλ, με διάθεση παιγνιώδη. «Δόγμα» της, να βολευόμαστε, να μην υπάρχει μέρος που να μην μπορείς να κάτσεις. Άνετοι καναπέδες, από τον Δελούδη, με πολλά και παράταιρα μαξιλάρια, λειτουργούν σαν αναμνηστικά ταξιδιών και παλιών ιστοριών. Τα χαμηλά τραπέζια όπως και πολλά από τα έπιπλα του σπιτιού είναι από την Ασία, αγορασμένα από το κατάστημα του Δημήτρη Ξανθούλη, στην οδό Ηρακλείτου, τον «Εξερευνητή». Από το ίδιο κατάστημα έχουν αγοραστεί και πολλά αντικείμενα, κεφάλια του Βούδα, διακοσμητικά που συμπληρώθηκαν από ταξίδια μέσα στα χρόνια. Είναι συλλογές; «Όχι», μου λέει η Έλενα, «είναι σαν μανία πρόσκαιρη και αυτή. Αγοράζω μια κατηγορία πραγμάτων αλλά όταν αρχίσουν να γίνονται πολλά, την εγκαταλείπω και πάω σε μια επόμενη κατηγορία».
Στο σαλόνι που οδηγεί στη μεγάλη βεράντα, η οποία είναι φυτεμένη με εκατοντάδες λουλούδια, ένα έργο του Ακριθάκη καταλαμβάνει τον χώρο ανάμεσα στις μπαλκονόπορτες. Μια πολυθρόνα της γιαγιάς και μια καρέκλα Kartell, κινέζικες μαριονέτες και σιδερένια παιχνίδια του Διαμαντή Αϊδίνη ξεκουράζονται σε ένα τραπεζάκι του ’50 σε γιαπωνέζικο στιλ από τη Retromania.
Από τα έργα που βρίσκονται γύρω μας, του Αντρέα Κασάπη και της Μανταλίνας Ψωμά, της Λυδίας Βενιέρη, του Διονύση Φωτόπουλου και του Χαδούλη, δίπλα σε παλιές αφίσες, εξώφυλλα του TIME, φωτογραφίες και έργα ανώνυμων και λαϊκών τεχνιτών από την Αφρική και την Ασία, τα πιο αγαπημένα της είναι τα έργα της κόρης της, της εικαστικού Σοφίας Κόκκαλη, και ένα έργο που αγόρασε σε μια εξόρμησή της στη Νέα Υόρκη.
«Αγοράζω ό,τι μου αρέσει και δεν έχει καμία σημασία αν είναι ακριβό ή φθηνό» λέει η Έλενα που περνάει πολλές ώρες, όταν έχει χρόνο, σε παλαιοπωλεία, παζάρια, ειδικά στην Αμερική, και με μάτι καλόγουστο και αλάνθαστο μπορεί να συνδυάσει ένα φωτιστικό Foss με ένα βιομηχανικό φωτιστικό της δεκαετίας του 50 και με έναν περίτεχνο πολυέλαιο.
Το γεμάτο αντικείμενα περιβάλλον μπορεί να μοιάζει άναρχο, αλλά το αποτέλεσμα δημιουργεί ηρεμία, όλα είναι βαλμένα στη θέση τους σχεδόν αυθόρμητα.
Η τραπεζαρία, σε συνέχεια των σαλονιών, βαμμένη σε πράσινο χρώμα, είναι ήρεμη. Πρόκειται για μια παλιά τραπεζαρία του Σαρίδη, που καταλαμβάνει το δωμάτιο που συνορεύει με την κουζίνα, σύγχρονη, ουδέτερη, μεγάλη και λειτουργική, από την οποία δεν λείπει μια βιτρίνα με αντικείμενα φυσικά. Οι καρέκλες της τραπεζαρίας, ξύλινες, στο ίδιο στυλ, διαφορετικές μεταξύ τους, δίνουν τον τόνο αυτής της ευχάριστης αναρχίας, το ίδιο και ένα αντίγραφο έργο του Μπάνκσι και ένα έργο της Λυδίας Βενιέρη στον τοίχο.
Το πιο ήσυχο μέρος του σπιτιού, σχεδόν λιτό, είναι η κρεβατοκάμαρα με θέα σε τεράστιες βουκαμβίλιες και φοίνικες από το μπαλκόνι. Η κόρη της Έλενας βγαίνει από το μικρό ατελιέ της και αρχίζει η ζωή στο σαλόνι, στο κέντρο του σπιτιού, στο μαλακό φως που πέφτει πίσω από του Φιλοπάππου.
Αυτό είναι ένα σπίτι νομάδων, ταξιδιωτών, φιλοπερίεργων ψυχών, που το θερμαίνουν με την άνεση, με τη φιλοξενία, με την αύρα τους, που έχουν να ιστορήσουν πολλά από τα ταξίδια τους και να αφηγηθούν πολλά περισσότερα στο μέλλον.
Πηγή: LIFO