Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
To σπίτι του Mιχάλη Στρατή ή Μάικ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι, είναι σε μια πολύ μοντέρνα πολυκατοικία στο Γκάζι. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζω στην εξώπορτα είναι το αστραφτερό χαμόγελο του Μάικ που με περιμένει στο ασανσέρ. Όλοι οι άνθρωποι χαμογελούν, αλλά το δικό του χαμόγελο είναι σαν φάρος σε μια αγχωμένη Δευτέρα. Το λιλιπούτειο loft του είναι φωτεινό και χαρούμενο κι αυτό. Μόλις εξήντα τετραγωνικά, αλλά η έξυπνη διαρρύθμιση το κάνει να μοιάζει κατά πολύ μεγαλύτερο. Είναι ψηλοτάβανο, πολύ φωτεινό και μου δίνει μια αίσθηση τάξης και ευφορίας.
Ο Μάικ ερχόταν σ’ αυτό το σπίτι πριν το κατοικήσει. Έμενε εδώ μια καλή του φίλη και το έβρισκε πάντα cosy και πολύ βολικό. Όταν εκείνη μετακόμισε, μπήκε σε σκέψεις να το κρατήσει ο ίδιος, όμως οι συγκυρίες δεν του το επέτρεψαν. Είχε γυρίσει μόλις από το Λονδίνο και ήταν σε φάση μετάβασης. Έτσι το σπίτι το πήρε ένας άλλος ενοικιαστής, που δούλευε νύχτα. Επειδή όμως το σπίτι είναι κάτι περισσότερο από φωτεινό, όταν γυρνούσε ξημερώματα δεν μπορούσε να κοιμηθεί με τόσο φως και δεν γινόταν με τίποτα να κάνει ολική συσκότιση, έτσι το άφησε πάνω στο τρίμηνο. Όταν το έμαθε ο Μάικ, το θεώρησε τσίγκλισμα της μοίρας, οιωνό, κι έτσι μετακόμισε.
Άραγε προσέλαβε interior designer ή συμβουλεύτηκε κάποιον για το διαμέρισμα; Δηλώνει κατηγορηματικά πως όχι. Όλα τα του σπίτια τα έφτιαχνε μόνος του. Από μικρός θυμάται τον εαυτό του να αλλάζει θέση στα έπιπλα, ακόμα και στο πατρικό του. Είναι μεγάλο του μεράκι η διακόσμηση. Πάντα το έψαχνε και το ψάχνει. Τον ρωτάω αν η αισθητική είναι κάτι έμφυτο ή αν την καλλιεργούμε. Πιστεύει ότι η αισθητική είναι κάτι που το παίρνουμε απ’ το σπίτι μας, ωστόσο είναι και κάτι που με μελέτη και έρευνα μπορούμε να καλλιεργήσουμε και να βελτιώσουμε.






«Ποιο είναι το αγαπημένο σου αντικείμενο στο σπίτι; Ποιο θα έσωζες σε κάποια καταστροφή;» τον ρωτάω. Το σκέφτεται λίγο. Μου δείχνει ένα τασάκι με ένα αεροπλάνο και μου εξηγεί ότι ο παππούς του απ’ την πλευρά του μπαμπά του ήταν πιλότος, έτσι στο σπίτι του παππού του υπήρχε αυτό το τασάκι με το αεροπλανάκι πάνω. «Έπαιζα πολύ μ’ αυτό όταν ήμουν μικρός και σκαρφιζόμουν ένα σωρό ιστορίες. Έχει μεγάλη συναισθηματική αξία, όπως και αυτό το μπαουλάκι-αντίκα, που ήταν το παιδικό μου κομοδίνο», λέει και μου δείχνει τα αντικείμενα. «Άρα θα έσωζες την παιδική σου ηλικία», παρατηρώ. «Κάνουμε συνέντευξη ή ψυχοθεραπεία;» μου αντιγυρίζει με χιούμορ.
Τον ρωτάω αν το διαμέρισμα ήταν εν μέρει επιπλωμένο. «Ήταν εντελώς άδειο, όμως είχα τα έπιπλα που είχα φέρει από το Λονδίνο σε μια αποθήκη. Τα μετέφερα όλα εδώ και άρχισα να παίζω. Εν τω μεταξύ στην αποθήκη υπήρχαν και διάφορα vintage έπιπλα της οικογένειας. Αυτό το τραπέζι είναι από τη Γαλλία, είναι πολύ παλιό και είναι από πάτωμα». «Από πάτωμα;», επαναλαμβάνω έκπληκτη και χαϊδεύω το όντως εξαιρετικό ξύλο. «Αυτό το μπαούλο», λέει, «είναι πολύ παλιό, της προ-προγιαγιάς μου και κάνει όμορφο διάλογο με τα μαξιλάρια». Βρήκε πολλά πράγματα στην αποθήκη και δεν χρειάστηκε να αγοράσει τίποτα καινούργιο. Οι καρέκλες είναι αγορασμένες από flea market του Λονδίνου. Ο καναπές του από τον Minotti. Του αρέσει πολύ να αγοράζει έπιπλα και αντικείμενα από ανοιχτές αγορές, αντικερί, παλαιοπωλεία. «Μ’ αρέσει τα πράγματα να αλλάζουν χέρια», λέει και ανασηκώνει τους ώμους.
Ο Μιχάλης αγαπά πολύ την τέχνη και, παρόλο που είναι μόνο τριάντα χρονών, έχει ήδη αποκτήσει αρκετά έργα. «Με τι κριτήριο επιλέγεις τα έργα τέχνης;» τον ρωτάω. «Με το συναίσθημα», μου απαντάει. Επιλέγει είτε νέους καλλιτέχνες ή έργα που κάτι του λένε συναισθηματικά. Απέκτησε πρόσφατα και ένα έργο του Τakis που είχε φιλοτεχνήσει στο Παρίσι. Μου το δείχνει με καμάρι.




Το κόκκινο γλυπτό είναι το «Acrobat on Stool» του Λάππα. Μου δείχνει και ένα αγαπημένο έργο του Στρατή Ταυλαρίδη. Του ζητάω πληροφορίες για μια όμορφη γκραβούρα. Του την πούλησε ένας κύριος που έφτιαχνε κορνίζες στον Πειραιά και δεν θυμόταν καν την ιστορία της, όπως μου λέει. Το κέντημα ήταν της γιαγιάς του, σκέφτηκε να το βάλει σε κορνίζα από πλεξιγκλάς για να γίνει πιο μοντέρνο. Το μάτι μου πέφτει σε ένα άλλο ωραίο έργο που γράφει τη λέξη «Ελευθερία». Πρόκειται για μια συνεργασία του Καφούρου με την εταιρεία Hermes. Το είχε και στο Λονδίνο και το αγαπά πολύ, λέει πως είναι σαν μια καθημερινή υπενθύμιση να φροντίζουμε να νιώθουμε ελεύθεροι.
Το δωμάτιό του είναι στον πάνω όροφο, όπου υπάρχει μόνο η κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο και η γκαρνταρόμπα του. Πάνω απ’ το κρεβάτι του έχει ένα έργο του φωτογράφου Joachim Baldauf. Ένα παράξενο μπλε ηλεκτρίκ αντικείμενο είναι ντεκόρ βιτρίνας που το βρήκε στα σκουπίδια. «Στα σκουπίδια;» απορώ. «Ναι, και αυτό και το άσπρο», λέει. Κυκλοφορούσε στον δρόμο σαν να κρατούσε τρόπαια, θυμάται και γελάει.
Η θέα απ’ το κρεβάτι του είναι υπέροχη. Σαν να μπαίνει όλο το αστικό τοπίο μέσα στο διαμέρισμα. «Θα είναι ωραία τη νύχτα», του λέω, «με τα φώτα της πόλης». «Βλέπεις μέχρι τον Πειραιά», παρατηρεί και μου δείχνει με το χέρι προς τα εκεί. Το κρεβάτι του είναι της εταιρείας Koimisoo. Το λατρεύει γιατί κάνει τέλειο ύπνο. «Θες να ξαπλώσεις να το δεις;» λέει, κι εγώ που δεν χάνω τέτοιες ευκαιρίες κάνω το τεστ και ενθουσιάζομαι. «Είναι σαν να πέφτεις σε σύννεφα», μονολογώ.
«Τι είναι για σένα το σπίτι;» «Είναι η ψυχική μου ηρεμία». Γι’ αυτό θέλει τόσο πολύ να είναι όλα σε τάξη, λέει, και ισιώνει το μαξιλαράκι. «Έχω ανάγκη να έρχομαι σε ένα καθαρό, δικό μου σύμπαν, όπου τα πάντα λειτουργούν μέσα από τη δική τους τάξη». «Φίλοι έρχονται;» τον ρωτάω. Γνέφει καταφατικά. Ανέκαθεν προσπαθούσε να κάνει τα σπίτια του φιλόξενους χώρους συνάντησης. «Θέλω να είναι όμορφα, με λουλούδια στα βάζα, να μυρίζουν ωραία, να έχουν θετική αύρα και ενέργεια για να περνάμε όλοι μαζί καλά».
ΠΗΓΗ: LIFO
