Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Το σπίτι της σχεδιάστριας Εύης Γκριντέλα στην Πλάκα έχει όλα αυτά που ψάχνω κι εγώ σε ένα σπίτι. Αν ερχόμουν να ζήσω εδώ, θα έφερνα μόνο τον σκύλο μου (εντάξει, και τη γάτα), αλλά δεν θα προσέθετα και δεν θα αφαιρούσα ούτε ένα μαξιλάρι. Το διαμέρισμα της Εύης έχει ένα allure παριζιάνικο. Έχει ζεστασιά και φινέτσα και φαίνεται ότι κατοικείται από έναν άνθρωπο που όχι μόνο επιθυμεί την αρμονία αλλά και δουλεύει σκληρά για να τη διατηρήσει. Όπου πέφτει το μάτι, ξεκουράζεται. Το σπίτι βρίσκεται πολύ κοντά στο Σύνταγμα και είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι, ενώ είναι τόσο κοντά στη βαβούρα της πόλης, εδώ βρίσκεις μια ησυχία εξοχής. Ακούμε πουλάκια, βλέπουμε δέντρα, καθώς απέναντί της δεν έχει χτιστεί κανένα κτίριο και τίποτα δεν κλείνει τον ορίζοντα.
Το όμορφο νεοκλασικό του 1923 είναι ένα κτίσμα του εκλεκτικισμού. Με τον Πάρι (τον φωτογράφο) κοιταζόμαστε εντυπωσιασμένοι. Πάντα αναρωτιόμουν ποια ευγενική τύχη δίνει στους ανθρώπους τόσο ωραία σπίτια. «Πού το βρήκες αυτό το αριστούργημα;», τη ρωτάω με περιέργεια.
Το ανακάλυψε πριν από τέσσερα χρόνια σε μια αγγελία. «Είδα μια μικρή φωτογραφία και κάτι με παρακίνησε να έρθω να το δω από κοντά. Και αυτό ήταν, το ερωτεύτηκα και το είδα σαν μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσω εδώ τη ζωή που πάντα ήθελα. Είναι εντυπωσιακά ψηλοτάβανο. Το κτίριο ήταν του Τσούχλου, του γνωστού “κουτιριέρ” που μεσουρανούσε στις αρχές του αιώνα. Το ατελιέ του ήταν λίγο πιο κάτω και τώρα το έχει η Σήλια Κριθαριώτη», μου λέει. Χαζεύω τα γύψινα ταβάνια που είναι σαν δαντέλα αλλά και μια ωραία ταπετσαρία που έχει παραμείνει από τότε και είναι άψογα διατηρημένη.
Η Εύη βρήκε αυτό το κομψοτέχνημα, αλλά πάνω σε αυτό μεγαλούργησε. Τη ρωτάω αν έβαλε διακοσμητή. «Όχι», απαντά γελώντας, το έφτιαξε όλο μόνη της σε λιγότερο από έξι μήνες. Ήξερε απ’ την αρχή πώς ήθελε να μοιάζει. Το είχε οραματιστεί. Παράλληλα με την αγάπη της για τη μόδα, η Εύη έχει το ίδιο πάθος και για την εσωτερική διακόσμηση. Ενημερώνεται, διαβάζει, πηγαίνει σε παλαιοπωλεία σε όλο τον κόσμο και ψάχνει για μικρούς θησαυρούς. Αν δεν ήταν σχεδιάστρια, θα μπορούσε να είναι άνετα διακοσμήτρια. Βλέπει έναν χώρο και αμέσως τον φέρνει στο μυαλό της και ξέρει τι χρειάζεται.
Τη ρωτάω για τα έπιπλα. Μου λέει ότι πάντρεψε τα vintage έπιπλα με ωραία υφάσματα. «Οι καναπέδες είναι παλιοί, του Σαρίδη, και τους άλλαξα το ύφασμα. Και αυτό το έπιπλο του Βαράγκη», μου λέει και μου δείχνει μια κομψή πολυθρόνα. Η τραπεζαρία είναι ‘60s, από έναν συλλέκτη στο Βέλγιο. Το ψάθινο φωτιστικό ενός γνωστού designer που δεν θυμάται το όνομά του.
«Σε ενδιαφέρουν τα design έπιπλα;», τη ρωτάω. «Δεν με νοιάζουν καθόλου», μου λέει, γι’ αυτό και δεν θυμάται το όνομα του σχεδιαστή. «Με νοιάζει τα έπιπλα να έχουν μια ιστορία, ένα ωραίο, ανθρώπινο μέτρο, όχι να κάνουν το σπίτι απρόσωπο, να μοιάζει με μουσείο. Δίνω μεγάλη σημασία στο ύφασμα. Έχω, θα έλεγα, μια συναισθηματική σχέση με τα υφάσματα. Αυτά εδώ», λέει και μου δείχνει, «είναι chinoiserie του Jane Parkin». Η Εύη στο διαμέρισμά της έχει συνδυάσει την αγάπη για τα υφάσματα με την κομψότητα κάποιων καλοφτιαγμένων επίπλων και αντικειμένων.
Της λέω ότι έχω ξεχάσει πως είμαι στην Πλάκα και νομίζω ότι είμαι στο Παρίσι. Μου μιλάει για την αγάπη που έχει για το Παρίσι και αστράφτει το πρόσωπό της. Μου λέει ότι στο Παρίσι τής βγαίνει όλη της η κοκεταρία, σαν να συνδέεται απευθείας με τη θηλυκή της ενέργεια, ότι ντύνεται πιο κομψά, φοράει μαντίλια και καπέλα. Όλες οι γειτονιές στο Παρίσι που τόσο αγαπά έχουν ποτίσει από έναν μεγάλο έρωτα που έζησε εκεί. «Σκόπιμα ήθελα να δώσω στο σπίτι έναν τέτοιο νοσταλγικό αέρα», λέει. Άλλωστε πολλά έπιπλα τα έχει φέρει από το Les Puces de Metz, που είναι η αγαπημένη της υπαίθρια αγορά στο Παρίσι για να βρίσκει έπιπλα και μικρούς θησαυρούς.