Φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
To σπίτι της Βάγγως δεν έχει όμοιο. Μπήκα μέσα κι έβγαζα επιφωνήματα ενθουσιασμού. Πραγματικά, αν μου έδιναν τα κλειδιά, θα ζούσα σε αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να αλλάξω ούτε ένα βάζο. Δύο πολυθρόνες λάμα και πρόβατο, μια στρουθοκάμηλος, μια καρέκλα ντυμένη με κόκκινη φλοκάτη, ένας υπέροχος design καναπές-στασίδι της εκκλησίας κι ένα σωρό μπλιμπλίκια ταιριασμένα με γούστο. Ένα σουρεαλιστικό σπίτι σε εκατό τετραγωνικά που θα το ’βρισκε σίγουρα του γούστου του και ο Νταλί.
Η Βάγγω Καβρουλάκη, ντυμένη στην τρίχα και με μοναδικό στυλ, είναι γεμάτη καλλιτεχνικές ανησυχίες που βρίσκουν έκφραση στον χώρο της. Το σπίτι της θυμίζει γκαλερί. Της το λέω και συμφωνεί. «Αυτό το σπίτι είναι και σαν εκθεσιακός μου χώρος, αλλά δεν θα μπορούσα να ζω αλλιώς. Είναι λίγο σουρεάλ, λίγο ποπ», λέει.
Τη ρωτάω από πού έχει βρει όλα αυτά τα τόσο ξεχωριστά αντικείμενα. Μου λέει ότι δεν αγοράζει από μαρκάτα μαγαζιά. Από design έπιπλα έχει μόνο έναν Togo καναπέ του Μichel Ducaroy – έναν iconic καναπέ που ήθελε διακαώς. Ο σχεδιαστής τον εμπνεύστηκε από το ανοιγμένο σωληνάριο της οδοντόκρεμας ένα πρωί που βούρτσιζε τα δόντια του. «Τρελαίνομαι γι’ αυτές τις λεπτομέρειες. Γι’ αυτό μου αρέσει το design, για τις ιστορίες έμπνευσης και την υλοποίηση», μου λέει και τα μάτια της μαρτυρούν ότι παθιάζεται όταν μιλάει γι’ αυτά που αγαπά.
Περιεργάζομαι τον χώρο και όλο ρωτάω πού βρήκε όλα αυτά τα ξεχωριστά πράγματα. Τις στρογγυλές καρέκλες space age τις βρήκε σε υπαίθρια αγορά. «Έλα τώρα», αναφωνώ και σιχτιρίζω γιατί εγώ στις υπαίθριες αγορές βρίσκω σταθερά κάτι ταλαιπωρημένες παλιατζούρες. Κάθομαι σε ένα στασίδι. Το βρήκε σε μαγαζί με ιερατικά είδη. «Κάθεσαι εδώ και προσεύχεσαι;» τη ρωτάω. «Είναι για όλες τις χρήσεις, από προσευχή μέχρι μπινελίκι», μου λέει με χιούμορ.
Έχει μια πορτοκαλί λάμπα, τρελή σεβεντίλα. Τη ρωτάω πού την ανακάλυψε – στο πατάρι της σπιτονοικοκυράς της όταν σπούδαζε στη Ρώμη. «Σχεδόν της την έκλεψα», ομολογεί. «Μου είπε ότι την είχε για πέταμα. Την πήρα πριν αλλάξει γνώμη». Στη διακόσμηση της δεκαετίας του ’70 τής αρέσουν ο σουρεαλισμός και το πάντρεμα με μπαουχάους στοιχεία. «Το καλύτερό μου είναι να αγοράζω αφίσες και αντικείμενα από μουσεία», λέει.
Της αρέσει στο σπίτι της να έχει τα έργα τέχνης που αγαπά. «Αφού δεν μπορώ να αγοράσω έναν αληθινό Πικάσο, ας έχω αυτόν», λέει και μου δείχνει το έργο. Το μάτι μου πέφτει σε ένα ακόμα φανταστικό ’70s φωτιστικό. «Και όμως είναι ΙΚΕΑ», μου λέει αφοπλιστικά. «Τι είναι για σένα το σπίτι;» τη ρωτάω. «Ο εαυτός μου απλωμένος», απαντά.
«Πού κάθεσαι πιο πολύ στο σπίτι;» «Στο λάμα μου. Όταν ξυπνάω πολύ νωρίς το πρωί και όλοι κοιμούνται, εγώ αράζω με τον καφέ μου και βλέπω την πόλη να ξυπνάει σιγά σιγά, κι αυτό με χαλαρώνει απίστευτα». «Επιθυμώ για κατοικίδιο ένα λάμα, αλλά πώς μπορείς να έχεις λάμα στο διαμέρισμα; Έτσι το σχεδίασα και μετά έφτιαξα κι ένα πρόβατο, να κάνουν παρέα», λέει και μου δείχνει τις πολυθρόνες. «Έντυσα απλές καρέκλες του καφενείου με κόκκινη φλοκάτη, έκανα κι αυτά τα κεραμικά και αυτά τα γλυπτά με μπαλόνια που τα πέρασα με γύψο».
Το εντυπωσιακό είναι πως ό,τι μου αναφέρει μού το δείχνει μέσα στον χώρο. Θέλω να τα αγοράσω όλα! Πλέον κάνει εκθέσεις, δίνει έργα της σε γκαλερί και σε μουσεία. Όλο αυτό μεγάλωσε ξαφνικά. Το μουσείο Μπενάκη τής ζήτησε να σχεδιάσει ένα αντικείμενο της ελληνορωμαϊκής εποχής, αλλά σε μια σύγχρονη εκδοχή. «Πήγε κι αυτό καλά», λέει με ικανοποίηση.
Είναι πολυπράγμων και ανήσυχη. Φτιάχνει self-portaits που τα «πειράζει», σχεδιάζει και κεραμεικά, εντελώς του γούστου μου. Τη ρωτάω και για τις πολύχρωμες καρέκλες της τραπεζαρίας της. «Αυτές τις ζωγράφισε ο γιος μου με τα παιδικά χεράκια του, σαν στάμπες». Ζηλεύω. Θα ήθελα και τον δικό μου γιο, όταν ήταν μικρός, να τον είχα βάλει να κάνει το ίδιο. «Ποτέ δεν είναι αργά», λέει. «Πάρε χρώματα και ξεκινήστε. Γενικά, Τζούλη», μου λέει με πειστική φωνή, «ποτέ δεν είναι αργά να κάνεις οτιδήποτε γουστάρεις και αγαπάς!». Φεύγω και χαμογελάω. Στο ασανσέρ μονολογούσα: «Τι ωραία τύπα, ρε φίλε. Θέλω να την ξαναδώ!».
ΠΗΓΗ: LIFO